επιτατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιτείνει, που επαυξάνει την τάση, που προκαλεί επίταση. 2. έντονος, ζωηρός, σφοδρός. 3. «επιτατικός προσδιορισμός», επίρρημα ή επίθετο ή σύνδεσμος που επαυξάνει τη σημασία όρου της πρότασης, επιδοτικός: Και βέβαια να με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτατικά — ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc pl ἐπιτατικά̱ , ἐπιτατικός intensive fem nom/voc/acc dual ἐπιτατικά̱ , ἐπιτατικός intensive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικώτερον — ἐπιτατικός intensive adverbial comp ἐπιτατικός intensive masc acc comp sg ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικῶν — ἐπιτατικός intensive fem gen pl ἐπιτατικός intensive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικόν — ἐπιτατικός intensive masc acc sg ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικοῦ — ἐπιτατικός intensive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικῆς — ἐπιτατικός intensive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικῇ — ἐπιτατικός intensive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατική — ἐπιτατικός intensive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικῶς — ἐπιτατικός intensive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)